Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

ΥΠΕΚΦΥΓΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΟΨΕΙΣ ΣΤΙΓΜΩΝ ΠΟΥ ΕΧΑΣΑΝ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΚΑΘΕ ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ (και στην άλλη όχθη του έρωτα οι βαθιές συναντήσεις)

 Βούλιαξες το καράβι για να του σβήσεις τη φωτιά.

Ταρίχεψες τα πουλιά στο στήθος σου για να μη φύγουν…

Φεύγεις έτσι ξαφνικά για το άλλο καλοκαίρι για την άλλη προκυμαία του σήμερα… (από το ποίημα ΕΝΥΔΡΕΙΟ)

 

Ομοβροντίες γραφομηχανών και χιλιάδες φωτοτυπίες στυγερών επιφωνημάτων·

τρυφερά τέρατα με κυρίες νευρασθενικές και δασύτριχα όνειρα ροκανίζουν τον ύπνο… (ΜΕ ΤΟΣΑ ΘΗΡΙΑ)

 

Στέλνοντας στο διάβολο τη βιομηχανική μας χλωρίδα… (από το ποίημα ΤΑ ΑΛΟΓΑ)

 

Λέγε λοιπόν πού γύριζες την ώρα της εκτέλεσης

τι το ’κανες το πτώμα σου κι από ποιον «όροφο τρέλας» σε πέταξε στο ποτάμι… (από το ποίημα ΠΟΥ ΗΣΟΥΝΑ)

 

Κοιταζόμαστε κάπου-κάπου σα να βρισκόταν ο καθένας στη δική του όχθη

κι ανάμεσά μας κάτι χάνονταν σαν αίμα ή σαν ποτάμι·

κι ακούγαμε σε κάποιον άλλο χώρο στο βάθος του ορίζοντα ή του μυαλού μας

ποιος ξέρει τα σκοτεινά νερά να παφλάζουν (ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ)

 

Γιατί ο χρόνος είναι πληγή σαν ποτάμι κι η βροχή πέφτει απ’ τα σύννεφα της καρδιάς μας

εκεί που το «πάντα» και το «ποτέ» είναι τ’ αγάλματα μιας τρελής φρεναπάτης τα πέτρινα σωσίβια που μας βουλιάζουν… (από το ποίημα ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ)

 

Είναι η ασέλγεια της σιωπής

η αφασία των ήχων

η παρά φύσει έδρα του ποιήματος…

Σκελετοί λέξεων στις παραλίες της μνήμης.

Κι οι ψυχές μας τετρακόσιες οργιές στο βυθό… (ΑΔΕΙΕΣ ΚΑΡΕΚΛΕΣ ή ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ)

 

Κάτω απ’ την συνουσία η άβυσσος.

Ανάμεσα σε ηλεκτρικές φορβάδες και ηλεκτρικούς επιβήτορες… (ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑ)

 

Βρυχηθμοί έρπουν στη χλόη, πάνθηρες του πόθου, τροπικοί ριν-ώ-καιροι του συναισθήματος.

Χτυπιέμαι με τις σαρκοβόρες λέξεις σημαίνει γυμνάζομαι θηριοδαμαστής… (από το ποίημα ΤΟ ΤΣΙΡΚΟ)

 

Είναι μια έρημη σιωπή   Είναι μια έρημη σελίδα

Δρόμοι που κάποτε στο φως

κι οι πόθοι τυλιγμένοι στο μυαλό μας σαν επίδεσμοι… (από το ποίημα ΤΟΠΙΟ)

 

Ο γιος αντάρτης. Ο πατέρας εθνικός.

Το σπίτι βούλιαζε σαν πετρελαιοφόρο σε τυφώνα.

Κομμένο στα δυο… (ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ)

 

Αυτό που ποίηση ονομάζεις είναι το σώμα που έρχεται·

ο αιώνιος νυμφίος η καταποντισμένη του προσώπου σου κατατομή… (ΤΟ ΣΩΜΑ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ)

 

Κάθε λευκή σελίδα είναι μια νύχτα άβατη είναι μια έρημος γυμνή…

και βλέπω τους πόθους σου – φελάχους κάτω απ’ τους φοίνικες να τραγουδούν μέσα στην όαση του απραγματοποίητου να ξαποστάζουν… (Η ΣΠΟΡΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ)

 

Η Ποίηση, λοιπόν,  είναι μια μουσμουλιά στη μέση του χρόνου και στην άκρη του δρόμου.

Για να περνούν οι ψυχές των ανθρώπων

-ροβολώντας στον Άδη και να κλέβουν –

λίγους ανθούς ή λίγα μούσμουλα… [ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΘΡΕΦΤΗ]

[κτερίσματα στίχων από ποιήματα που ανθολογούνται παρακάτω μαζί με άλλα από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ, 1976 – στον τίτλο της ανάρτησης στίχοι από το ποίημα ΘΑΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝΔΡΟ)

 


ΕΝΥΔΡΕΙΟ (απ’ τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976)

Βούλιαξες το καράβι για να του σβήσεις τη φωτιά.

Ταρίχεψες τα πουλιά στο στήθος σου για να μη φύγουν.

 

Εδώ μέσα δεν κινδυνεύει πια τίποτα· τα μάτια σου

είναι καλά καρφωμένα. Μια ορχήστρα παίζει στο δρόμο

ένα πολεμικό εμβατήριο και παραπέρα σε γερμένους

κακοφορμισμένους ώμους να φυγαδεύονται στο φως

τα μικρά φέρετρα των πραγμάτων.

Αρχίζει να βρέχει.

Φαλακρά δαρμένα σκυλιά ροκανίζουν στην αποθήκη

ένα φανταστικό παιχνίδι από τα παγωμένα

παιδικά σου χρόνια.

 

Φεύγεις έτσι ξαφνικά για το άλλο καλοκαίρι.

Για την άλλη προκυμαία του σήμερα.

 

Φεύγεις ανεβαίνεις στο φως.

 

Πόρτες ανοίγουνε και κλείνουνε παράθυρα

μπρος στον αόρατο καθρέφτη

μιας άλλης αδυσώπητης πραγματικότητας.

Θέλεις ξαφνικά να χαμογελάσεις

δοκιμάζεις οράματα δε βλέπεις

τα δυο μαβιά ψαράκια μέσα στο γυάλινο

ενυδρείο: το βλέμμα σου.

 

Επιμένεις·

όμως στο στόμα σου μπαινοβγαίνει μια θάλασσα

κι η γλώσσα σου

ένα σκοτεινό ψάρι και γλιστρά,

 

ΜΕ ΤΟΣΑ ΘΗΡΙΑ

Καρπός των λόγων που δεν έχουν καρπό.

Εκεί που το δένδρο μαυρίζει με ηλεκτρικά φρούτα

εκεί που απλώνεις το χέρι με τον άλλον αγκώνα

και τα ξένα δαχτυλικά αποτυπώματα.

 

Η φωνή σου είναι μια πράσινη περούκα

πάνω απ’ το φαλακρό τοπίο

πάνω απ’ τη γύμνια και τη μοναξιά.

 

Ανάμεικτες φωνές από φόβο με κίτρινα ρύγχη

χτυπούσε το τζάμι, τυφλά κύματα κατεβαίνουν

σε πανάρχαιους άμμους

στη σκοτεινή κοίτη της γης με το αίμα.

 

Και πολλά καρποστάλ από άλλα

τερατώδη τοπία.

 

Ομοβροντίες γραφομηχανών με χιλιάδες φωτοτυπίες

στυγερών επιφωνημάτων· τρυφερά τέρατα

με κυρίες νευρασθενικές και δασύτριχα όνειρα

ροκανίζουν τον ύπνο.

 

Μια πολική αρκούδα ανεβαίνει τα σκαλοπάτια νύχτα

των παγερών νοημάτων, σπαράζοντας

τις μικρές αντιλόπες.

 

Πόρνη, αν ήξερες πώς άρχισαν όλα τούτα.

 

Γυμνή στη μέση του καλοκαιριού

με τόσα θηρία.

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976]

 

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΥΟΦΟΡΙΑ (απ’ τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976)

Του παίρνει μέτρα· οι χειρονομίες

των μανικιών το κοστούμι στο σχήμα

των προσχημάτων του.

Το πρόσωπό του το σώμα του στην υψικάμινο

του δρόμου, σκοτεινό προζύμι στο μεγάλο χάλκινο εκμαγείο.

Τραίνο τυφλό πάνω στις ράγες με τυφλή

μηχανή με σταθμούς και δίχως

παρέκκλιση.

Μεγάλα κενά αιωρούνται στο κενό ολόκληροι συρμοί

εμφιαλωμένοι φόβοι· ω μήτρα – σκέψη της Μαρίας

με τα άχραντα καλώδια με τα άμεμπτα πηνία·

 

μέσα σ’ αυτό το κύκλωμα που υπήρξες.

 

Είναι κι αυτό μια δεύτερη κυοφορία μια καθημερινή

διαμαρτία περί την διάπλαση.

 

Το στήθος του ατμίζει.

 

Στο μεγάλο σταθμό της Ομόνοιας

η σιωπή του είναι δένδρο.

Την αυγή αυτοί που κατεβαίνουν (πες απ’ τα Πατήσια)

τον βρίσκουν με γραβάτα και γλώσσα

πρησμένη έξω από το στόμα

έτσι άγαλμα στης σιωπής του το δένδρο

κρεμασμένον.

 

ΤΑ ΑΛΟΓΑ

Ένα Μιραφιόρι κατεβαίνει σα σίφουνας και βήχει

μες στα καυσαέρια η Συγγρού.

Ο οδηγός που καπνίζει νευρικά κι ονειρεύεται

ανοιχτό λιβάδι με πουλιά κι άλογα.

Μετατοπίζεται αθόρυβα σ’ αυτό το καταπράσινο

τοπίο, είναι βράδυ κι έχει το κορίτσι του

στο μενεξεδένιο του πλευρό.

Για ένα δευτερόλεπτο όμως ξεχνάει μαγεμένο

το πόδι του το φρένο

και μαζεύει μυρμήγκια τους περαστικούς

ο γνωστός κρότος.

Έχει συμβεί τώρα και βλέπει σαν από διάφανο

τοίχο, πίσω απ’ το δυστύχημα.

Κοιτάει με θλίψη τ’ αμάξι του κομμάτια

και τον οδηγό νεκρό να παίρνει τις τελευταίες του ανάσες.

Αλλά αίφνης, εκεί που λογαριάζει τις ζημιές

τις ασφάλειες  τα συνεργεία

βλέπει έκπληκτος να ξεπετιούνται

και να χύνονται τριγύρω δώδεκα καθαρόαιμα

άλογα απ’ τα συντρίμμια.

 

Σάρκινα άλογα. Αυθεντικά. Που δεν γνωρίζουν

από ντιστριμπιτέρ και υποδύναμη.

 

Ιδρωμένα άλογα που ψάχνουν τις πηγές

 

Στέλνοντας στο διάβολο τη βιομηχανική μας χλωρίδα.

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976]

 

 

ΘΑΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝΔΡΟ (απ’ τη συλλογή του Μανόλη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976)

Υπεκφυγές και προσόψεις στιγμών που έχασαν

τα φτερά κάθε αληθινής σημασίας

 

Όπως τούτο το ξύλο κατεβαίνοντας

στο ηλεκτρικό ποτάμι της φωνής σου

θα ’ταν κάποτε δένδρο στη χαμένη παρυφή της μνήμης

με καρπούς και φύλλα.

 

Περιστατικά που άλλαξαν τη ζωή μας

στρέφοντας το τιμόνι προς το έρεβος και περισσότερο

τούτες οι κυλιόμενες σκάλες ηλεκτρικές

φορτωμένες βιαστικά τα κίτρινα σώματα  της απουσίας.

Χέρια που κάποτε στο φως είχε φως 

το ψωμί που πεινούσες το βράδυ

και στην άλλη όχθη του έρωτα

οι βαθιές συναντήσεις.

 

Ο θάνατος λοιπόν παραμονεύει παντού όπως

ο πάνθηρας στο χιόνι όπως τα δάχτυλά σου στο νερό

όπως πιο κει στον άδειο δρόμο, στο μισόφωτο

ένας δεινόσαυρος καταβροχθίζει τον μανάβη

αλλά όχι ένα πράσινο volks wagen

με τον μανάβη στ’ ανοιγμένο καπώ.

 

Η ΔΙΑΡΡΟΗ ΤΟΤ ΧΡΟΝΟΥ

Κι έφερα τη ζωή μου ως εδώ, τους μυθώδεις

βραχίονες σε περιπτύξεις τρυφερών

εμβόλων.

Στη βιομηχανική μου μνήμη εποχούμενα

καλοκαίρια, φρέζες

αλωνιστικές Κυριακές

συνθετικές Πέμπτες και ζεστά

κατοικίδια

παιδικά

πάρκα με μαγνητική

χλόη

όπου ξύνουν τη ράχη τους όλα

τα φανταστικά ζώα της Αφρικής.

 

Κατά τα άλλα η διαρροή του χρόνου

είναι υπόθεση καλύτερης προσαρμογής

(με λινάτσα ή φλάντζα)

και καλύτερου σφιξίματος των βαλβίδων.

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976]

 

ΠΟΥ ΗΣΟΥΝΑ (απ’ τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976)

Πού ήσουνα λοιπόν όταν σου κόβανε τα χέρια

όταν στις άσπιλες εκτάσεις των ματιών σου ρίχνανε

άδειες κορνίζες σκοτεινά σωσίβια

για να μη φτάσεις ως τα βάθη των κινδύνων σου

για να περάσεις ως την όχθη που σε περιμένει

ένας σωσίας βίου ένας χαμάλης που σηκώνει το τσουβάλι

και το φέρνει για μια γόπα απ’ το καμίνι της ψυχής σου

ως τις καρβουναποθήκες

για να μη φτάσεις ως τη δίψα κι από κει ως τη μοναδική

πηγή που στάζει απ’ την κορυφαία της πέτρα.

 

Πού ήσουνα λοιπόν όταν σου κατεδάφιζαν τα χείλη

και σου ’σβηναν με μια μεγάλη γομολάστιχα το πρόσωπο

σε ποια ζαχαροκάλαμα του ύπνου όταν τρυπούσαν

τα καράβια στο Αιγαίο κι αυτά βουλιάζανε στο αίμα σου

όταν έχανες τα πράγματα από τα μέρη του μυαλού

για να τα βρεις την άλλη αυγή στο μαυσωλείο.

 

Λέγε λοιπόν πού γύριζες την ώρα της εκτέλεσης

τι το ’κανες το πτώμα σου κι από ποιον

«όροφο τρέλας» σε πέταξε στο ποτάμι,

 

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

Απ’ το παράθυρο έμπαινε ο ήχος μιας αόριστης θλίψης.

Κοιτάζαμε τότε το μεγάλο φεγγάρι·

σωπαίναμε·οι σκιές μας χάνονταν ως τα βάθη

του χρόνου, ως τα βάθη της ηλικίας μας.

Δε φεύγω είπες δεν ήμουν δεν είμαι πάντα πάντα

βρισκόμουν ανυπολόγιστα μακριά. Κοιταζόμαστε

κάπου-κάπου σα να βρισκόταν ο καθένας

στη δική του όχθη κι ανάμεσά μας κάτι

χάνονταν σαν αίμα

 

ή σαν ποτάμι· κι ακούγαμε σε κάποιον άλλο

χώρο στο βάθος του ορίζοντα ή του μυαλού μας

ποιος ξέρει τα σκοτεινά νερά να παφλάζουν

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976]

 

ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ (απ’ τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976)

Μου χάρισες τριαντάφυλλα εκείνο το βράδυ· θυμάσαι

κι ανεβήκαμε ένα περίπατο στον ουρανό.

Ήσουν εκεί μου κράταγες το χέρι μιλούσες ψιθυριστά

κι ο κόσμος δεν μπορούσε να βραδιάσει·

Κάποτε αδειάζουν κάποτε ξεχειλίζουν τα ποτάμια,

σου έλεγα πλημμυρίζοντας τα χορτάρια της μνήμης·

κι εκείνο το δένδρο που κρατούσε τα φτερά του

τα τρυγόνια των ονείρων μας σαν είμαστε παιδιά ξεριζώνει απ’ το κόκκινο χώμα φεύγει στο μεγάλο ποτάμι.

Η φωνή μου σου έλεγα έχει κάτι μεγάλες μαύρες τρύπες

απ’ όπου μπορούσες να κοιτάξεις το φτωχό βιολιστή

μοναχό να φοβάται καθώς προχωρεί στο σκοτεινό δάσος

ή κάποτε τον τελευταίο νυχτοφύλακα καθώς

θηλάζει στο στήθος του το βρέφος μιας κρυφής

προδοσίας ξέροντας πια την πληρωμή.

 

Κι εσύ παράφορη να μην θέλεις να πιστέψεις

πως η γαλάζια ομπρέλα που κουβαλάς πάντοτε μαζί σου,

που κρατάς πάντοτε στη σκέψη σου 

δε μπορεί να μας προστατέψει ούτε από τον ήλιο ούτε από τη βροχή

γιατί ο χρόνος είναι πληγή

σαν ποτάμι κι η βροχή πέφτει από τα σύννεφα της καρδιάς μας

εκεί που το «πάντα» και το «ποτέ» είναι τ’ αγάλματα μιας τρελής φρεναπάτης

τα πέτρινα σωσίβια που μας βουλιάζουν.

Και το ποτάμι κυλάει·

παλιά ημερολόγια που μαδάνε τις μέρες μας

χαρτιά από έρωτες αγοραίους

αποτσίγαρα σταχτοδοχεία που μετρήσαμε τη ζωή μας

και γρήγορα τις ψυχές μας

ανάμεσα σ’ επιπλέοντα φύλλα και προφυλακτικά.

 

ΜΕ ΜΙΑ ΚΙΤΡΙΝΗ ΛΕΜΒΟ

Κι ήσουν εδώ θύτης και θύμα στη σκιά της

κουρτίνας, στη σκιά της απουσίας σου.

 

Κάτω απ’ τα μαύρα φύλλα των κρυστάλλων με

νεκρώσιμα μάτια φαγωμένα και πιο κει

ο παράξενος

κήπος με τα μεγάλα σαρκοβόρα φυτά και τα δάχτυλα

του πορθμέα παίζοντας την ψυχή σου.  Ήσουν εδώ

σ’ αυτή την όχθη ένας ίσκιος με καινούργια καμπαρτίνα

ένα καφέ πουλόβερ με συνείδηση. Σ’ αυτό το

σπίτι φυτεμένος με τις πέτρες του θανάτου.

 

και πιο πέρα οι αισθήσεις σου

με μα κίτρινη λέμβο να διασχίζουν

την Αχερουσία λίμνη.

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976]

 

ΑΔΕΙΕΣ ΚΑΡΕΚΛΕΣ ή ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ (απ’ τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976)

Ή κάποτε ανοίγοντας απρόοπτα το μαύρο φύλλο

της ντουλάπας με τα κουστούμια του πληρώματος άδεια

με τα καπέλα ανάερα σ’ ένα ύψος ανθρώπινο

χωρίς κεφάλια…

 

Ναυαγήσανε τα πρόσωπα

Ναυαγήσανε τα λόγια

 

Οι λυρισμοί των ματιών μου δεν μπορούν να διαβάσουν

τις άγραφες σελίδες του πόνου σου· χιλιάδες ήχοι

αιωρούνται αλαλάζοντα κύμβαλα σε δρόμους

σταθμούς είναι τα άδεια εκμαγεία τα χωρίς

φλέβες και σάρκα ακατοίκητα ονόματα. Οι μικρές

κραυγές του κενού· είναι μια τιποτένια μπεζ κατά-

σταση με χιλιάδες νεκρούς και χιλιάδες

ερμαφρόδιτες χειρονομίες .

 

Είναι η ασέλγεια της σιωπής

η αφασία των ήχων

η παρά φύσει έδρα του ποιήματος.

 

Στα σκοτεινά νερά του πελάγους

η χαμένη φωνή μου είναι ψάρι.

 

Σκελετοί λέξεων στις παραλίες της μνήμης

 

Κι οι ψυχές μας τετρακόσιες οργιές στο βυθό

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976]

 

 

ΦΑΛΑΚΡΗ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ ΣΕ ΣΚΥΛΑΔΙΚΟ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ

Σκοτεινό κορίτσι γεμάτο ναυτία.

 

(Μεσημέρι τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά)

 

Μαύρισε το φως. Μηρυκάζει το πράσινο

στο πρόσωπό σου.

 

Η φωνή σου κατάξανθη περούκα εκ-

τυφλωτική κυματίζει

πάνω από τη φαλακρή σου σκέψη·

μέσα στη γύμνια και τη μοναξιά.

Ιδρώνει λάμπει με μεταλλικές χορδές

το μαγνητικό μικρόφωνο: το στόμα σου.

 

Φαλακρό κορίτσι γεμάτο ναυτία.

Μ’ ένα ναύτη στο δέρμα.

 

Με μια θηλιά στο λαιμό.

 

Είσαι μια πέτρα

που με πνίγει.

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976]

 

ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑ (απ’ τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976)

Πάνω σ’ αυτό το χωρίς νόημα τοπίο·

το ποτίζω με αίμα με δίχως αντίκρισμα

όνειρα του δίνω το ακατανόητο νόημά μου.

Την αντίθετη κάτοψη του φόβου μου.

 

Εκείνο το φιλί εκείνο το κάδρο είναι μια

πρόφαση πάνω σε μια μεγάλη

μαύρη τρύπα.

Η προέκταση που δίνω σε τούτο το πράγμα ή

σ’ εκείνο το πράγμα είναι μεγαλύτερη απ’ το ίδιο

το πράγμα. Είναι μια τρέλα.

 

Είναι μια σκόπιμη παραμόρφωση.

 

Κάτω απ’ την καρέκλα που κάθομαι ενεδρεύει το

κενό έρπει

και χώνεται ξαφνικά μέσα σε τούτο το ποίημα.

Επικαλούμαι ξαφνικά διάφορες έκρυθμες καταστάσεις

τη μουσική τους βαρβάρους

ή άλλους αχρείους ανατροπείς.

 

Κάτω απ’ τη συνουσία η άβυσσος.

 

Ανάμεσα σε ηλεκτρικές φορβάδες

και ηλεκτρικούς επιβήτορες.

 

ΤΟ ΤΣΙΡΚΟ

Το δωμάτιο μου τις νύχτες βαθαίνει. Γίνεται μια

ζούγκλα. Βρυχηθμοί έρπουν στη χλόη, πάνθηρες του

πόθου, τροπικοί ριν-ω-καιροι του συναισθήματος.

Χτυπιέμαι με τις σαρκοβόρες λέξεις σημαίνει

γυμνάζομαι θηριοδαμαστής.

Κάποτε οι φίλοι μου με βρίσκουν την αυγή μισο-

φαγωμένο στο βαθύ χορτάρι στο κρυφό

θηριοτροφείο της ποίησης.

 

Όμως καμιά φορά το δωμάτιο μου.

Καμιά φορά το δωμάτιο μου

μεταμορφώνεται σε τσίρκο.

Γε-λά  λά-μπει

Κλαίει με κλόουν.

 

Με καλά γυμνασμένα εξημερωμένα θηρία.

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976]

 

 

ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ (απ’ τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976)

Γιατί τα πράγματα μιλούν, τα πράγματα σωπαίνουν

τα πράγματα έχουν ένα δικό τους τρόπο να σ' ανοίγονται

να σε πλησιάζουν, έχουν κάτι παράξενες

φωνές, στενάζουν κάποτε τ' ακούς

πολλές φορές που κλαίνε καθώς πέφτουνε στο πάτωμα.

Καθώς σαπίζουν με τα χέρια σταυρωμένα, καθώς διψούν

ένα σου χάδι. Τα πράγματα ονειρεύονται

μαζί σου, ταξιδεύουν μαζί σου, γίνονται κάτοπτρα,

μέσα τους σα δελφίνια αναδύονται τα όνειρα.

 

Ξαναγεννιούνται από μιαν άλλη μήτρα, από μια δεύτερη

οδύνη και ξαναβαφτίζονται στην όραση· σε παρακολουθούν

με δυσπιστία. Προτάσσονται ένα-ένα σα σίδερα

μιας φυλακής σε παγιδεύουν

ορθώνονται μπροστά σου κάποια νύχτα σα θηρία

αντακαλούν εκείνο που πονείς, εκείνο που είσαι

εκείνο που δεν μπόρεσες να γίνεις

εκείνο που παλεύεις σαν ένοχο μαχαίρι για να κρύψεις!

 

Γιατί τα πράγματα εκδικούνται.

Έχουν μια μνήμη τρομερή μια νομοτέλεια

για ίση ανταπόδοση

σα χημική παλίνδρομος εξίσωση

ή σα μαχαίρι που γυρίζει στο φονιά

αφού χτυπήσει στην ακατανόητη ελαστικότητα

του φόνου.

 

ΤΟΠΙΟ

Ταριχευμένοι δρόμοι σπασμένοι τροχοί·

το φεγγάρι

μες στα φυλλώματα της νύχτας γυμνό

σαν ένα φοβερό δρεπάνι.

 

Είναι μια έρημη σιωπή

Είναι μια έρημη σελίδα.

 

Δρόμοι που κάποτε στο φως

κι οι πόθοι τυλιγμένοι στο μυαλό

μας σαν επίδεσμοι.

 

Ακίνητο βράδυ

κρεμασμένο στους Δελφούς.

 

Ο Ηνίοχος μαρμαρωμένος

και τα σχοινιά των αλόγων

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976]

 

ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ (απ’ τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976)

(Ι)

Μάχη αστραπή μέσα στα δένδρα. Γεγονότα που κάηκαν σα φύλλα. Απ’ αυτές τις πλαγιές περάσανε οι αντάρτες.

(Άνθρωποι απλοί με χωμάτινα χέρια).

Ποιος θα τους βγάλει από τους θρύλους που μέσα τους ακόμη περπατούν φανταστικοί και παραμορφωμένοι;

(ΙΙ)

Εδώ κατέβηκαν για πλιάτσικο. Λίγο κριθάρι και κοτόπουλο. Λίγο τυρί και λίγο απίδι απ’ τα χωριά της Θεσσαλίας. Ποιο στόμα έτρεφαν; Ποιας χαμένης χαραυγής; Ποιας ωραίας αυταπάτης; Τη στιγμή που η μάχη από πριν είχε κριθεί και το παιχνίδι.

Στη μεγάλη τετράγωνη σκακιέρα.

(ΙΙΙ)

Ο γιος αντάρτης. Ο πατέρας εθνικός.

Το σπίτι βούλιαξε σαν πετρελαιοφόρο σε τυφώνα.

Κομμένο στα δυο.

 

ΤΟ ΣΩΜΑ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ

Κι από το αίμα συμπυκνώνεται γράφεται στον αέρα

το καινούριο σώμα.

Σβήνει και γράφεται ακατάπαυστα

με φωτιές και μαχαίρια.

Ξαναγεννιέται από μιαν άλλη μήτρα από μιαν άγνωστη

οδύνη και ξαναβαφτίζεται στο φως.

 

Αυτό που ποίηση ονομάζεις

είναι το σώμα που έρχεται· ο αιώνιος νυμφίος

η καταποντισμένη του προσώπου σου

κατατομή.

 

Το σπέρμα του ήλιου στην καρδιά της γης.

Το σπέρμα του ανθρώπου στα ουράνια αιδοία.

 

Το γκρεμισμένο πίσω σου γεφύρι.

Το κόκκινο άλογο καλπάζοντας

στα χορτάρια του χρόνου.

Ολοένα διαχέεται φεύγει. Από πού;

Για πού;

Δοκιμάζοντας τα σύνορα τις σκληρές μέσα του πέτρινες ρίζες.

 

Ανεβάζοντας στην άμμο ένα σώμα

πιωμένο τόσο από το μέλλον του

χωρίς ηλικία

χωρίς ίσκιο.

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976]

 

 

Η ΣΠΟΡΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ (απ’ τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976)

Κάθε λευκή σελίδα είναι μια

νύχτα άβατη είναι μια έρημος

γυμνή στην Πετραία Αραβία.

 

Οργώνω τα δικά μου σπέρνω

τις λέξεις επωάζω

στο αίμα μου μια μουσική από σπόρους

μυστικών λωτών και τρυφερών

φοινίκων.

 

Ανοίγω μια

κρυμμένη κρήνη

στη μετώπη του ποιήματος. Κοιτώ

την Αραβία πέρα ή το άναρθρο·

και βλέπω τους πόθους σου – φελάχους

κάτω απ’ τους φοίνικες να τραγουδούν

μέσα στην όαση του απραγματοποίητου

να ξαποστάζουν.

 

ΚΑΙ ΣΟΥ ΕΛΕΓΑ

Τούτη λοιπόν η τρομερή παραχάραξη

η καθημερινή αγοροπωλησία ο μαλακός

αυνανισμός των αισθήσεων.

 

Και σου έλεγα ο κόκκινος λύκος

ο σκοτεινός γλύπτης της ηλικίας μας.

 

Και σου έλεγα αυτό το χρυσάφι

εδώ που το αίμα εξαγοράζεται

στο δικό σου Περού που πεθαίνουν τα πουλιά.

 

Και σου έλεγα το μικρό μαυσωλείο

της ήβης.

Το μικρό σου κρανίο με τους σταλακτίτες.

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976]

 

ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΘΡΕΦΤΗ (απ’ τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976)

(Ι)

Είχε κάτι ξεριζωμένο στα μάτια του σαν ένα

δένδρο από ποντισμένα περιβόλια· και πάντα

εκείνο το ζώο έτοιμο να δραπετεύσει με το βήμα

του κατασπαραγμένου ζαρκαδιού πάνω στο χιόνι.

(ΙΙ)

Παλιά ξεκούρντιστα ρολόγια μες στα φύκια·

μια δίψα αιώνια πριν απ’ το νερό

πλώρες γερμένες σε ποια βάθη

σε ποιους ωκεανούς των δακρύων.

(ΙΙΙ)  Αθήνα

Ένα παραλήρημα είναι φοβερή και ανοικτήρμονη

σκοτεινή Κόρη που σεληνιάζεται βιασμένη δορκάς

και μαινάδα

τυφλή Καρυάτις που κρατείς ως τον ουρανό ψηλά

τα χρυσά κουρέλια του Παρθενώνα.

V)  Ναυλαγιο

Βούλιαξε το καράβι στα βουνά

των κυμάτων.

 

Οι νεκροί επιπλέουν στα χόρτα.

(V)  Τα χέρια του Ποιητή

Είναι πουλιά που μπαίνουνε στα όνειρα.

Είναι καρποί που πέφτουνε στο μέλλον.

(VΙ) 

Η ποίηση είναι λοιπόν μια μουσμουλιά

στη μέση του χρόνου και στην άκρη του δρόμου.

 

Για να περνούν οι ψυχές των ανθρώπων

-ροβολώντας στον Άδη και να κλέβουν –

λίγους ανθούς ή λίγα μούσμουλα.

(VΙΙ) 

Και κάπως έτσι τα δικά μου σπώντας όρια

τις σκοτεινές μέσα μου ρίζες για να περπατήσω

σε μυστικές πηγές γυρεύοντας τον ασυντέλεστο

αδελφό μου.

Και κάπως έτσι τήκεται το πρόσωπό μου

σε μεγάλους αμφορείς μεταμορφώσεων· και κάπως

έτσι έρχονται χαρούμενες φωνές κολυμβητών

από το μέλλον.

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ

Κάθε εποχή ο θάνατος έχει καινούριο

πρόσωπο.

Κάθε εποχή ο θάνατος αλλάζει φορεσιά

και κατοικία.

 

Πέρυσι φορούσε γαλόνια.

Φέτο κολάρο και γραβάτα.

 

Του χρόνου ίσως θα ’χει αφήσει γενειάδα.

Θα κοιμάται σε σοφίτα.

Θα φοράει ένα ξεχειλωμένο πουλόβερ

περασμένης μόδας.

Ένα οικτρά παραμορφωμένο σακάκι ξεχα-

σμένων τσαλαπατημένων ιδεών,

 

ΣΑΝ ΠΑΡΑΛΥΤΟ ΧΑΔΙ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΠΙΔΑΚΑΣ ΦΩΤΙΑΣ ΣΤΗ ΘΗΛΥΚΗ ΣΟΥ ΚΟΙΤΗ;

Μας αγγίζει κάποτε ένα φίλος ξώπετσα στον ώμο μα

ποιος μπαίνει στην ενδόμυχη κάμαρα; Ποιος μοιράζεται

μ’ εμάς τα οικτρά του βάθη;

Ποιος έρχεται μαζί μας με ψυχή – ψάρι μοναξιάς

σε γαλάζιο κάτοπτρο; Ποιος διακρίνει

τι κόλαση υφέρπει μες στη σκέψη και της πιο μενεξέ-

δένιας χαραυγής; Στα ψηλά χόρτα ποιος ακούει

τα σκυλιά που γαυγίζουν από τώρα εκείνο που εσύ

ακόμη δεν έχεις φανταστεί την ηδονή του;

 

Σαν παράλυτο χάδι που ήταν κάποτε πίδακας φωτιάς

στη θηλυκή σου κοίτη;

 

Σαν ένα όνειρο – κούνια ραγίζει. Γυρεύει χαμηλά

το φέρετρό του;

[ΣΑ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ - ΚΟΥΝΙΑ από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ